σκληρόμετρο

σκληρόμετρο
το, Ν
τεχνολ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τής σκληρότητας τών σωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerometer (< σκληρός + μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”